Κρατάτε γερά !


Σε όσους απέμειναν όρθιοι: Καρτερία και Ευψυχία !

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

«... τῶν γὰρ ἠλιθίων ἀπείρων γενέθλα ...» - Αθάνατε Σιμωνίδη !!!

πολλάκις δὲ
οἶμαι καὶ Σιμωνίδης ἡγήσατο καὶ αὐτὸς ἢ τύραννον ἢ ἄλλον
τινὰ τῶν τοιούτων ἐπαινέσαι καὶ ἐγκωμιάσαι οὐχ ἑκών, ἀλλ’
ἀναγκαζόμενος. ταῦτα δὴ καὶ τῷ Πιττακῷ λέγει ὅτι Ἐγώ,
[346c] ὦ Πιττακέ, οὐ διὰ ταῦτά σε ψέγω, ὅτι εἰμὶ φιλόψογος,
ἐπεὶ―

    ἔμοιγ’ ἐξαρκεῖ ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ

    μηδ’ ἄγαν ἀπάλαμνος, εἰδώς τ’ ὀνησίπολιν δίκαν ὑγιὴς

        ἀνήρ·

    οὔ μιν ἐγὼ μωμήσομαι―

    οὐ γάρ εἰμι φιλόμωμος―

    τῶν γὰρ ἠλιθίων ἀπείρων γενέθλα,
ὥστ’ εἴ τις χαίρει ψέγων, ἐμπλησθείη ἂν ἐκείνους μεμ-
φόμενος―

    πάντα τοι καλά, τοῖσί τ’ αἰσχρὰ μὴ μέμεικται.
[346d] οὐ τοῦτο λέγει, ὥσπερ ἂν εἰ ἔλεγε πάντα τοι λευκά, οἷς
μέλανα μὴ μέμεικται ―γελοῖον γὰρ ἂν εἴη πολλαχῇ― ἀλλ’
ὅτι αὐτὸς καὶ τὰ μέσα ἀποδέχεται ὥστε μὴ ψέγειν. καὶ οὐ
ζητῶ, ἔφη, πανάμωμον ἄνθρωπον, εὐρυεδοῦς ὅσοι
καρπὸν αἰνύμεθα χθονός, ἐπί θ’ ὑμῖν εὑρὼν ἀπαγ-
γελέω· ὥστε τούτου γ’ ἕνεκα οὐδένα ἐπαινέσομαι, ἀλλά
μοι ἐξαρκεῖ ἂν ᾖ μέσος καὶ μηδὲν κακὸν ποιῇ, ὡς ἐγὼ πάντας
φιλέω καὶ ἐπαίνημι ―καὶ τῇ φωνῇ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ
[346e] τῶν Μυτιληναίων, ὡς πρὸς Πιττακὸν λέγων τὸ πάντας δὲ
ἐπαίνημι καὶ φιλέω ἑκών ―ἐνταῦθα δεῖ ἐν τῷ ἑκών δια-
λαβεῖν λέγοντα― ὅστις ἕρδῃ μηδὲν αἰσχρόν, ἄκων δ’
ἔστιν οὓς ἐγὼ ἐπαινῶ καὶ φιλῶ. σὲ οὖν, καὶ εἰ μέσως
[347a] ἔλεγες ἐπιεικῆ καὶ ἀληθῆ, ὦ Πιττακέ, οὐκ ἄν ποτε ἔψεγον·
νῦν δὲ σφόδρα γὰρ καὶ περὶ τῶν μεγίστων ψευδόμενος δοκεῖς
ἀληθῆ λέγειν, διὰ ταῦτά σε ἐγὼ ψέγω. ταῦτά μοι δοκεῖ, ὦ
Πρόδικε καὶ Πρωταγόρα, ἦν δ’ ἐγώ, Σιμωνίδης διανοούμενος
πεποιηκέναι τοῦτο τὸ ᾆσμα.

 -----------------------------------------------------------


Πολλές φορές, φαντάζομαι, και ο ίδιος ο Σιμωνίδης έκρινε καλό να παινέση ή να εγκωμιάση ένα τύραννο ή κάποιον άλλον αυτής της σειράς όχι θεληματικά, αλλά από ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς λέγει στον Πιττακό: Εγώ Πιττακέ, δεν σε ψέγω, επειδή είμαι φιλοκατήγορος· γιατί:
«Μου φτάνει έμενα όποιος δεν είναι κακός
ούτε πολύ τραχύς, άνθρωπος ζυγισμένος,
που να ξέρη ότι το δίκιο την πατρίδα ωφελεί·
αυτόν εγώ δε θα τον ψέξω·
γιατί οι κατηγόριες δε μ' αρέσουν·
άπειρη, αλήθεια, των ηλίθιων η φάρα»,
ώστε αν σε κανένα αρέση να ψέγη, να μπορή να χορτάση κατηγορώντας εκείνους·
«Όλα, αλήθεια, είναι όμορφα· σε όσα το άσχημο
δεν έχει την ανάμιξή του».
Δεν εννοεί μ' αυτό ό,τι αν έλεγε πως όλα είναι άσπρα, σε όσα δεν έχουν ανακατευτή μαύρα· θα 'ταν γελοίο σε πολλά· αλλά ότι αυτός δέχεται και το μέσο, ώστε να μην το ψέγη. Και «δεν γυρεύω, είπε, τον αψεγάδιαστο άνθρωπο μέσα σ' αυτούς που της πλατειάς γης τρώμε τον καρπό· κι άμα τον βρω να 'ρθω να σας τον αναγγείλω»· ώστε όσο για τελειότητα δε θα παινέσω κανένα· αλλά «μου φτάνει εμένα όποιος είναι μέσος άνθρωπος και δεν κάνει κακό κανένα», γιατί εγώ «όλους τους αγαπώ και τους παινώ» ―χρησιμοποιεί, εδώ τη διάλεκτο των Μυτιληναίων μια που απευθύνεται στον Πιττακό― «όλους τους αγαπώ και τους παινώ θέλοντας» (εδώ, στο θέλοντας πρέπει να σταματήσωμε τη φράση), «όποιος δεν κάνει κακό κανένα», υπάρχουν όμως και άνθρωποι που επαινώ και αγαπώ χωρίς να θέλω. Και σένα λοιπόν, Πιττακέ, αν τα λεγόμενά σου ήταν με μεσότητα σωστά και αληθινά, ποτέ δε θα σε κατηγορούσα. Μα τώρα, επειδή, ενώ λες ψέματα στα μεγαλύτερα πράγματα, δημιουργείς την εντύπωση πως λες αλήθεια, για τούτο σε ψέγω.
Αυτά νομίζω, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπα εγώ, πως είχε στο νου του ο Σιμωνίδης όταν έκαμε αυτό το ποίημα.


Πηγή:  http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/corpora/anthology/content.html?t=544

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης